Οἱ συνθῆκες ὑπὸ τὰς ὁποίας ζοῦσαν οἰ μικροκαλλιεργητὲς Ἀθηναῖοι τὸν ἕκτο αἰῶνα ἦταν ἀπάνθρωπες, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν κοινωνικὴ ἀναταραχή. «Ἢ γὰρ ἐγεώργουν ἐκείνοις ἕκτα τῶν γινομένων τελοῦντες, ἑκτημόριοι προσαγορευόμενοι καὶ θῆτες»∙ ἢ καλλεργοῦσαν τὰ χωράφια τους κι ἀπέδιδαν τὸ ἕνα ἕκτο τῆς παραγωγῆς, ὀνομαζόμενοι ἑκτημόριοι καὶ θῆτες. «Ἢ χρέα λαμβάνοντες ἐπὶ τοῖς σώμασιν ἀγώγιμοι τοῖς δανείζουσιν ἦσαν»∙ ἡ συνῆπταν δάνεια μὲ ἐγγύηση τὸ σῶμα τους καὶ γίνονταν δοῦλοι τῶν δανειστῶν. «Οἱ μὲν αὐτοῦ δουλεύοντες, οἱ δ’ ἐπὶ τὴν ξένην πιπρασκόμενοι»∙ ἄλλοι δούλευαν στὴν Ἀττική, ἢ ἄλλοι πουλιόντουσαν σὲ ξένες χῶρες. «Πολλοὶ δὲ καὶ παῖδας ἰδίους ἠναγκάζοντο πωλεῖν ( οὐδεὶς γὰρ νόμος ἐκώλυε)»∙ πολοὶ δὲ καὶ τὰ παιδιά τους ἀναγκάζονταν νὰ πωλοῦν (διότι κανένας νόμος δὲν τὸ ἀπαγόρευε). «Καὶ τὴν πόλιν φεύγειν διὰ τὴν χαλεπότητα τῶν δανειστῶν»∙ κι ἐγκατέλειπαν τὴν πόλη ἐξ αἰτίας τῆς σκληρότητος τῶν δανειστῶν.