Ἀνάμεσα στοὺς διὰ τῆς Τύχης ἀναδειχθέντας στὴν βασιλικὴ ἐξουσία ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος, σὲ σύγκριση μὲ τὸν Ἀλέξανδρον, καὶ τὴν περίπτωση τῆς Πάφου τῆς Κύπρου∙ εἶχε χαθεῖ τὸ γένος τῶν Κινυραδῶν βασιλέων οἱ ὁποῖοι μνημονεύονται γιὰ τὸν πλοῦτο τους ἀκόμη καὶ ἀπ’ τὸν Ὅμηρο, καὶ ὁ τελευταῖος τους ἦταν ἄδικος καὶ πονηρός. Τὸν ἐκθρόνισε ὁ Ἀλέξανδρος καὶ «ἕνα δ’ οὖν περιεῖναι πένητα καὶ ἄδοξον ἄνθρωπον ἐν κήπῳ τινι παρημελημένως διατρεφόμενον»∙ καὶ συνάντησαν ἕναν πτωχὸ καὶ ἄγνωστο ἄνθρωπο νὰ διατρέφεται παραμελημένος σὲ κάποιον κῆπο. «Ἐπὶ τοῦτον οἱ πεμφθέντες ἧκον, εὑρέθη δὲ πρασιαῖς ὕδωρ ἐπαντλῶν»∙ πρὸς αὐτὸν πῆγαν οἱ ἀπεσταλμένοι, καὶ τὸν βρῆκαν νὰ βγάζει νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι γιὰ νὰ ποτίσει τὰ λαχανικά του. Ὁ Κινύρας ἦταν ὁ πρῶτος μεγάλος βασιλεὺς τῆς Κύπρου ὁ ὁποῖος δώρησε καλὸν θώρακα στὸν Ἀγαμέμνονα, ὅταν πέρασε ἀπ’ τὴν νῆσο κατὰ τὴν ἐκστρατεία στὴν Τροία.