Ἡ ἐκλογὴ βασιλέως στὴν Πάφο τῆς Κύπρου, τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶναι ἀπ’ τὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς τῆς εὐνοίας τῆς Τύχης∙ εἶχε ἐξαλειφθεῖ τὸ γένος τῶν Κινυραδῶν, μὲ καταγωγὴ προομηρική, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ζήτησε νὰ βροῦν κάποιον τύχαία. Βρῆκαν ἕναν νὰ ποτίζει τὰ λαχανικά του, «καὶ διεταράχθη τῶν στρατιωτῶν ἐπιλαμβανομένων αὐτοῦ καὶ βαδίζειν κελευόντων»∙ καὶ ταράχθηκε ὅταν τὸν συνέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν διέταξαν νὰ βαδίσει. «Ἀχθεὶς δὲ πρὸς Ἀλέξανδρον ἐν εὐτελεῖ σινδονίσκῃ βασιλεὺς ἀνηγορεύθη»∙ μεταφέρθηκε δὲ μπροστὰ στὸν Ἀλέξανδρο τυλιγμένος μὲ φθηνὸ σιντόνι καὶ ἀναγορεύθηκε βασιλεύς. «Καὶ πορφύραν ἔλαβε καὶ εἷς ἦν τῶν ἑταίρων προσαγορευομένων. Ἐκαλεῖτο δ’ Ἀβδαλώνυμος»∙∙ καὶ ντύθηκε στὴν πορφύρα καὶ προσαγορεύθηκε ἕνας ἀπ’ τοὺς ἑταίρους. Καὶ ὀνομαζόταν Ἀβδαλώνυμος. Εἶναι σαφὴς στὴν κριτική του ὁ Πλούταρχος∙ ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἔγινε ἐκ Τύχης βασιλεύς, ἀλλὰ καὶ ἀμφισβητήθηκε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ θανάτου τοῦ Φιλίππου.