Ὁ Φρύνιχος, πρώην δημοκρατικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἀρχηγὸς τῶν τετρακοσίων, μόλις ἐπέστρεψε ἀπ’ τὴν Σπάρτη σκοτώθηκε ἀπ’ κάποιον ὁπλίτη ποὺ μετεῖχε στὶς περιπολίες∙ ἡ στυγνὴ τυραννία ἔπνεε τὰ λοίσθια πλέον, καθὼς οἱ Ἀθηναῖοι ὀργανώνονταν κρυφὰ γιὰ τὴν ἀνατροπή της. «Καὶ ὁ μὲν πατάξας διέφυγεν»∙ καὶ ὁ δολοφόνος διέφυγε. «Ὁ δὲ ξυνεργός, Ἀργεῖος ἄνθρωπος, ληφθεὶς καὶ βασανιζόμενος ὑπὸ τῶν τετρακοσίων»∙ ὁ δὲ συνεργός, Ἀργεῖος τὴν καταγωγή, συνελήφθη καὶ βασανιζόταν ἀπ’ τοὺς τετρακοσίους. «Οὐδενὸς ὄνομα τοῦ κελεύσαντος εἶπεν οὐδὲ ἄλλο τι ἢ ὅτι εἰδείη πολλοὺς ἀνθρώπους»∙ δὲν εἶπε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ τοὺς διέταξε οὔτε τίποτε ἄλλο παρὰ ὅτι γνωρίζει πολλοὺς ἀνθρώπους. «Καὶ ἐς τοῦ περιπολάρχου καὶ ἄλλοσε κατ’ οἰκίας ξυνιόντας»∙ νὰ συγκεντρώνονται καὶ στοῦ περιπολάρχου καὶ σὲ ἄλλες οἰκίες. Εἶχε ἀρχίσει ἡ ἐξέγερση μαζικὰ ἀπ’ τοὺς ἁπλοὺς πολῖτες, μὲ τὴν ἐξ ἀρχῆς ἀνοικτὴ ὑποστήριξη καὶ τοῦ στρατοῦ τῆς Σάμου.