Μεταμφιάζουσι, μεταγράφουσι

Ἡ Τύχη εἶχε εὐνοήσει πολλοὺς στὴν ἀνάδειξή τους στὴν βασιλεία, γράφει ὁ Πλούταρχος καὶ ἀναφέρει πολλὰ παραδείγματα ἀπ’ τὴν γενικὴ ἱστορία∙ ἀλλὰ δὲν συνέβη αὐτὸ μὲ τὸν Ἀλέξανδρο. «Οὕτως αἱ τύχαι ποιοῦσι βασιλεῖς, μεταμφιάζουσι, μεταγράφουσι ταχύ, ῥαδίως, μὴ προσδεχομένους μηδ’ ἐλπίζοντας»∙ ἔτσι οἱ τύχες ἀναδεικνύουν βασιλεῖς, τοὺς μεταμφιέζουν, τοὺς μεταγράφουν γρήγορα, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν οὔτε καὶ νὰ τὸ ἐλπίζουν. «Ἀλεξάνδρῳ δὲ τί παρ’ ἀξίαν, τί ἀνιδρωτί, τί ἀναιμωτί, τί προῖκα, τί μὴ πονήσαντι τῶν μεγάλων;» μὲ τὸν Ἀλέξανδρο δὲ τί ἔγινε χωρὶς τὴν ἀξία του, τί χωρὶς ἱδρῶτα, τί χωρὶς αἷμα, τί χωρὶς πόνο ἀπ’ τὰ μεγάλα ἔργα του. Δύο πράγματα ἀγνοεῖ ἢ κάνει πῶς ἀγνοεῖ ὁ ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος∙ ὁ Ἀλέξανδρος κληρονόμησε ἀπ’ τὸν πατέρα του, τὴν μακεδονικὴ φάλαγγα, τὸν μοναδικὸ ἀήττητο στρατιωτικὸ σχηματισμὸ στὴν ἱστορία, καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ κράτους μὲ τοὺς ὀροφύλακες καὶ ὁριοφύλακες.