Ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος

Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε μεταφερθεῖ ἀπ’ τοὺς ἑταίρους του ἐκτὸς τοῦ τείχους τῆς βακτηριανῆς πόλεως ἀναίσθητος, ἀπὸ βέλος καρφωμένο στὸ πλευρό του∙ οἱ γιατροὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ κόψουν τὸ ξύλο τοῦ βέλους, μὴν τυχὸν καὶ αἱμορραγήσει, ὅταν ἀνέκτησε τὶς αἰσθήσεις του. «Πολλὴν δ’ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸς ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ σώματος ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν»∙ καὶ βλέποντας μὲ πολλὴ ἀπορία καὶ καθυστέρηση ὁ ἴδιος ἐπεχείρησε στὸ γυμνὸ σῶμα του νὰ κόψει μὲ τὸ μαχαῖρι τὸ βέλος. «Ἠτόνει δ’ ἡ χεὶρ καὶ βάρος εἶχε ναρκῶδες ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος»∙ ἀτονοῦσε ὅμως τὸ χέρι καὶ ἦταν βαρὺ ἀπ’ τὴν ἐπίδραση τοῦ τραυματισμοῦ. «Ἐκέλευεν οὖν ἅπτεσθαι καὶ μὴ δεδιέναι θαρρύνων τοὺς ἀτρώτους»∙ διέταξε τότε νὰ τὸ κόψουν καὶ νὰ μὴν φοβηθοῦν, ἐνθαρρύνων τοὺς γενναίους. Τὰ πολλὰ τραύματα προκάλεσαν ἐξασθένηση τοῦ ὀργανισμοῦ του καὶ ἔφεραν τὸν γρήγορο θάνατο.