Στὴν διεθνῆ οἰκονομία ἔχουν σημειωθεῖ σημαντικὲς ἀλλαγὲς, οἱ ὁποῖες δὲν καταγράφονται καθόλου ἀπ’ τὴν ἀγγλοσαξωνικὴ διαπλοκή∙ ἡ πτώση τῶν τιμῶν πετρελαίου καὶ πρώτων ὑλῶν καὶ ἡ ἧττα τῶν Τζιχαντιστῶν στὴν Συρία εἶναι οἱ ἀφορμές, ἀλλὰ οἱ βαθύτερες αἰτίες ἑστιάζονται στὶς ἐπιπτώσεις ἀπ’ τὴν ψηφιακὴ ἐπανάσταση καὶ στν πολυπολικὸ κόσμο, μετὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς Κίνας καὶ τῶν Ἀναδυομένων. Ὁ ἀντίκτυπος καταγράφεται στὴν κίνηση κεφαλαίων, μὲ ἀρνητικὰ ἐπιτόκια στὴν Γερμανία καὶ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρωζώνης, ἕξι φορὲς χαμηλότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τῆς Ἀμερικῆς στὰ μεσοβραχυπρόθεσμα ὁμόλογά της∙ οἱ ἑταιρεῖες πετρελαίου ὑφίστανται τεράστιες ζημίες, καὶ προχωροῦν σὲ μαζικὲς ρευστοποιήσεις ἀξιῶν τους, ὅπως καὶ οἱ πετρελαιοπαραγωγὲς χῶρες. Ἡ κρίση στὴν Silicon Valley θεωρεῖται ὡς καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἀμερικανικὴ οἰκονομία, διότι ἦταν ἡ ἀτμομηχανή της τὰ τελευαῖα χρόνια∙ διαπιστώνεται ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἄνεση ἀνταγωνισμοῦ στὴν ψηφιακὴ τεχνολογία, λόγῳ γλώσσης καὶ διαρθρωτικῶν προβλημάτων.