Ἡ πολιτικὴ κατάρρευση τοῦ Γάλλου προέδρου, ἕναν χρόνο πρὸ τῶν ἐκλογῶν, θεωρεῖται δεδομένη στὴν χώρα του, χωρὶς ἐλπίδα ἀνακάμψεως τῆς δημοτικότητός του∙ ὅλες οἱ δημοσκοπικὲς ἑταιρεῖες τοῦ δίδουν κάτω ἀπὸ 15% καὶ πολὺ χαμηλὰ στὴν σειρά, ἂν κατεβεῖ στὶς προεδρικὲς ἐκλογές. Ἤδη ὁ ὑπουργός του Ἐμμανουὲλ Μακρὸν διατηρεῖ τὸ προβάδισμα στοὺς Σοσιαλιστές, ἀλλὰ ὑστερεῖ ἀρκετὰ ἀπέναντι στοὺς Συντηρητικούς, στοὺς ὁποῖους πρηγεῖται ὁ Ἀλαὶν Ζιππὲ καὶ ἀκολουθεῖ ὁ Νικολὰ Σαρκοζύ∙ ἡ οἰκονομικὴ στασιμότης καὶ ἡ ἀτολμία στὶς μεταρρυθμίσεις εἶναι οἱ κύριες αἰτίες γιὰ τὸν πρόεδρο. Ἀλλὰ καὶ ἡ ταύτιση μὲ τὴν ἀμερικανικὴ πολιτικὴ στὰ διεθνῆ προβλήματα ἔχει ἐνοχλήσει τοὺς Γάλλους, διότι βλέπουν τὴν Γερμανία νὰ ἀναδεικνύεται ὡς πολιτικὸς ἡγέτης τῆς Εὐρώπης∙ εἶχαν συνηθίσει τὴν Γαλλία στὸν ρόλο αὐτό.