Ἀναμνησθεὶς ὅτι Φιλίππου

Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε πληρώσει τὰ χρέη ὅλων τῶν ἀνδρῶν του, ὅταν πῆρε τὸν μεγάλο θησαυρὸ τῶν Περσῶν βασιλέων∙ τότε ὁ στρατηγός του Ἀταρρίας ἐμφάνισε κάποιον ὅτι τοῦ εἶχε δανείσει χρήματα καὶ ἔπρεπε ἐξοφλῆσαι αὐτόν, ἀλλὰ ἀποκαλύφθηκε ὅτι ἦταν ψέμματα καὶ τόσο ἀποδοκιμάσθηκε ἀπ’ τοὺς Μακεδόνες, ὥστε ἐπιχείρησε αὐτοκτονῆσαι. Καὶ θὰ αὐτοκτονοῦσε, «εἰ μὴ γνοὺς Ἀλέξανδρος ἀφῆκε τῆς αἰτίας αὐτὸν καὶ συνεχώρησεν ἔχειν τἀργύριον»∙ ἐὰν δὲν τὸ μάθαινε ὁ Ἀλέξανδρος καὶ τὸν δικαιολόγησε συγχωρώντας τον ἔχειν τὰ χρήματα. «Ἀναμνησθεὶς ὅτι Φιλίππου προσμαχομένου Περίνθῳ βέλει πληγεὶς εἰς τὸν ὀφθαλμόν»∙ διότι θυμήθηκε ὅτι ὁ Φίλιππος κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Περίνθου ὅταν χτυπήθηκε μὲ βέλος στὸ μάτι. «Οὐ παρέσχεν οὐδ’ ὑπέμεινεν ἐξαιρεθῆναι τὸ βέλος αὑτοῦ πρὶν ἢ τέρψασθαι τοὺς πολεμίους»∙ δὲν ἀποχώρησε τῆς μάχης οὔτε δέχθηκε νὰ τοῦ βγάλουν τὸ βέλος ἀπ’ τὸ μάτι του, πρὶν τρέψει σὲ φυγὴ τοὺς ἐχθρούς.