Μοναξιὰ μὲ τὸν Κουρεμένο

Ὁ περίπατος τοῦ Ναπολεοντίσκου τὴν Κυριακὴ τὸ μεσημέρι στὸ Παγκράτι εἶχε πολλὰ εὐτράπελα∙ στὸν δρόμο κανεὶς δὲν τοὺς χαιρέτισε, οὔτε οἱ ἄνδρες τῆς ἀσφαλείας, ἀλλὰ στὸ καφὲ ἦταν χειρότερα. Ἔκαναν οἱ δυό τους ὅτι συνομιλοῦν ἀδιάφοροι καὶ κάθισαν σὲ ἕνα τραπεζάκι, ὅπου ἡ σεβριτόρος, χωρὶς ἄλλο χαιρετισμό, τοὺς πῆρε τὴν παραγγελία, «γειά σας, τί θὰ θέλατε;» ἔμεινε ὁ μεγάλος ἀρχηγός, οὔτε μία λέξη παραπάνω καὶ οἱ ἄλλοι θαμῶνες, καμμιὰ εἰκοσαριά, ὄχι μόνο δὲν τοὺς κοίταξαν, ἀλλὰ μόλις τοὺς εἶδαν ἔστρεψαν ἐπιδεικτικὰ ἀλλοῦ τὰ βλέμματά τους. Εἶδε κι ἀπόειδε ὁ ἄνθρωπος κι ἀφοῦ πλήρωσε, πῆγε μόνος του καὶ χαιρέτισε τοὺς δύο στὸ διπλανὸ προποτζίδικο. Ψυχροὶ κι αὐτοί.