Ὡμολόγησε Τελεσίππας ἐρᾶν

Πολλοὶ Μακεδόνες στρατηγοὶ δέθηκαν μὲ γυναῖκες ἐλευθερίων ἠθῶν καὶ τὶς ἀκολουθοῦσαν ὅπου πήγαιναν∙ ὁ Ἀντιγένης ἔκανε τὸν ἄρρωστο καὶ ἤθελε μὲ τοὺς τραυματίες ἐπιστρέψαι στὴν Μακεδονία, ἀλλὰ ἐξετάσθηκε καὶ βρέθηκε καλά. «Πυνθανομένου δὲ τὴν αἰτίαν ὡμολόγησε Τελεσίππας ἐρᾶν καὶ συνακολουθῆσαι ἐπὶ θάλασσαν ἀπιούσῃ μὴ δυνάμενος ἀπολειφθῆναι»∙ ἐρωτηθεὶς γιὰ τὴν αἰτία ὡμολόγησε ὅτι εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὴν Τελεσίππα καὶ τὴν ἀκολουθεῖ ποὺ φεύγει γιὰ τὴν θάλασσα, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀποχωρισθεῖ. «’’Καὶ τίνος’’, ἔφη, ‘’τὸ γύναιόν ἐστιν’’ ὁ Ἀλέξανδος καὶ ‘’πρὸς τίνα δεῖ διαλέγεσθαι’’;» ‘’καὶ ποιανοῦ εἶναι ἡ γυναῖκα, ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ μὲ ποιὸν νὰ συνεννοηθοῦμε’’; «Τοῦ δὲ Ἀντιγένους εἰπόντος ὡς ἐλευθέρα ἐστίν»∙ ὁ δὲ Ἀντιγένης ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἐλεύθερη. «’’Οὐκοῦν’’ εἶπε ‘’πείθωμεν αὐτὴν καταμένειν, ἐπαγγελόμενοι καὶ διδόντες’’»∙ ‘’τότε, εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος, νὰ τὴν πείσωμεν νὰ μείνει, παραγγέλοντάς την καὶ ὑποσχόμενοι πολλά’’. Ἦταν πονηρὴ ἡ Τελεσίππα.