Τὰ καρτερώτατα τῶν ὅπλων

Τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ἀλεξάνδρου πλέκει ὁ Πλούταρχος, μὲ ὕμνον πρὸς τὴν Τύχην, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀναφορὰ στὸν Μενέλαο, ἀπ’ τὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου∙ ὁ ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος ἀποδίδει στοὺς θεοὺς ὅσα ὁ νεαρὸς βασιλεὺς ἐπέτυχε καὶ κατέστη μέγας στὴν ἱστορία. «Εὖγ’, ὦ Τύχη, τὸν Ἀλέξανδρον αὔξεις καὶ μέγαν ποιεῖς, διορύττουσα πανταχόθεν»∙ εὖγε, ὦ Τύχη, καθὼς μεγαλώνεις τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν κάνεις μέγα, ἀνοίγοντας τοὺς δρόμους γύρω του. «Ὑπερείπουσα πᾶν μέρος ἀνοίγουσα τοῦ σώματος»∙ γκρεμίζοντας τὰ ἐμπόδια γιὰ προστασία κάθε μέρους τοῦ σώματος. «Οὐχ ὥσπερ ἡ Ἀθηνᾶ πρὸ τοῦ Μενελάου τὸ βέλος εἰς τὰ καρτερώτατα τῶν ὅπλων ὑπάγουσα»∙ ὄχι ὅπως ἡ Ἀθηνᾶ μπροστὰ ἀπ’ τὸν Μενέλαο τὸ βέλος τὸ κατευθύνει στὰ πιὸ ἀνθεκτικὰ ὅπλα του. Εἰς τὴν ὁρκίων σύγχυσιν ἀναφέρεται ὁ Πλούταρχος, πρὶν ἀπ’ τὴν μονομαχία Μενελάου καὶ Πάριδος, ὅταν ἡ Ἀφροδίτη ἔσωσε τελικὰ τὸν προστατευόμενό της.